παραπέτο

παραπέτο
το
1. χαμηλό προστατευτικό τείχισμα, στηθαίο γέφυρας, δρόμου, παραθύρου κ.λπ.
2. ναυτ. δρύφακτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. parapeto (< παρ[α]-* + petto «στήθος», πρβλ. λ. πέτο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραπέτο — το (λ. ιταλ.), στηθαίο ταράτσας, κάγκελο, διάφραγμα: Το παραπέτο της ταράτσας να γίνει ψηλό, για να μην πέσει κανείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… …   Dictionary of Greek

  • απόσποντα — κ. από σπόντα 1. (για το μπιλιάρδο) η περίπτωση κατά την οποία μία σφαίρα χτυπά άλλη όχι απευθείας αλλά αφού προσκρούσει προηγουμένως στην πλευρά (σπόντα) του σφαιριστηρίου 2. έμμεσα, πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sponda «χείλος, άκρη, όχθη,… …   Dictionary of Greek

  • δικτυωτός — ή, ό (AM δικτυωτός, ή, όν) 1. ο κατασκευασμένος σε μορφή διχτυού 2. (ειδ. για πόρτες, παράθυρα) ο κατασκευασμένος με ράβδους ή σανίδες που τέμνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ρόμβους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δικτυωτό α) χώρισμα ή παραπέτο… …   Dictionary of Greek

  • δρύφακτο — το και δρύφακτος και δρυφάκτης, ο (AM δρύφακτος, ο) ξύλινο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει έναν χώρο, κάγκελα νεοελλ. 1. ελαφρό σανίδωμα που επεκτείνει την πλευρά τού πλοίου πέρα από το κατάστρωμα για μετριασμό τής εισροής τών υδάτων, στηθαίο, θωράκιο …   Dictionary of Greek

  • κάγκελο — το (AM κάγκελ[λ]ον) 1. ξύλινη ή σιδερένια ράβδος που μαζί με άλλες, τοποθετημένες σε μικρή απόσταση, σχηματίζει φράχτη, η κιγκλίδα, το δρύφακτο* 2. στον πληθ. τα κάγκελα φράχτης, παραπέτο που σχηματίζεται από ξύλινες ή σιδερένιες ράβδους και… …   Dictionary of Greek

  • σπόντα — η, Ν 1. το εσωτερικό πλευρό τού σφαιριστηρίου, τού μπιλιάρδου 2. υπαινιγμός, συν. καυστικός 3. φρ. α) «καραμπόλα από σπόντα» καραμπόλα όχι με βολή απευθείας αλλά με γωνία που έχει ως κορυφή ένα σημείο τών πλευρών τού σφαιριστηρίου β) «από σπόντα» …   Dictionary of Greek

  • στηθαίο — το / στηθαῑον, ΝΜΑ προστατευτικό προτείχισμα νεοελλ. 1. προπέτασμα οχυρώματος πίσω από το οποίο στέκονται αυτοί που βάλλουν 2. κτιστό, ξύλινο ή μεταλλικό κατασκεύασμα προστασίας από πτώση μπροστά ή γύρω από κάτι, ύψους περίπου ώς το στήθος, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλαρέτο — το, Ν 1. ναυτ. αιωρρθέσιο 2. γεν. δρύφρακτο, παραπέτο …   Dictionary of Greek

  • Βλαμένκ, Μορίς ντε- — (Maurice de Vlaminck,Παρίσι 1876 – Ρουέγ λα Γκαντελιέρ 1958). Γάλλος ζωγράφος. Αυτοδίδακτος, ο Β. γνώρισε το 1900 στο Σατού τον Α. Ντερέν και μοιράστηκε μαζί του το εργαστήριό του. Η προτίμηση για το καθαρό χρώμα που εκδηλώνεται και στους δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”